Όλα τα άρθρα

1 Μαρτίου 2024

Γιάννης Μανέτας: «Εύχομαι να αποκτήσει και πάλι η έρευνα τον παιγνιώδη χαρακτήρα της»

Ευχαριστούμε από καρδιάς τον Γιάννη Μανέτα που μας παραχώρησε αυτή τη μικρή συνέντευξη.

 

֍ Αν το επιστημονικό σας αντικείμενο ήταν τέχνη, ποια θα ήταν και γιατί;

Γ.Μ.: Στα πρώτα μου βήματα ανακάλυψα ότι μου άρεσε να συναρμολογώ πειραματικές συσκευές. Αργότερα, διασκέδαζα με τη συγγραφή επιστημονικών εργασιών. Τώρα, αν η πρώτη ροπή μπορεί να θεωρηθεί πλαστική τέχνη και η δεύτερη τέχνη του λόγου, είναι κάτι που διστάζω να το ισχυριστώ.

֍ Κοιτώντας το παρελθόν σας, ποια ήταν η πρώτη φορά ή η στιγμή που αποφασίσατε ότι αυτή θέλετε να είναι η επαγγελματική σας πορεία;

Γ.Μ.: Χωρίς να συνειδητοποιήσω τότε το γιατί, νομίζω ότι ο κύβος ερρίφθη όταν μπήκα για πρώτη φορά σε εργαστήριο. Πολύ αργότερα κατάλαβα τον λόγο: η επιστημονική έρευνα είναι διασκεδαστική και έχει τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού. Αποφασίζεις αυτόνομα τι, πότε, πόσο και με ποιους θα παίξεις. Μπορείς να παίξεις και μόνος σου. Αν δεν σου αρέσουν οι κανόνες του παιχνιδιού αποχωρείς και παίζεις αλλού. Αν σου αρέσουν και παίξεις, δεν κουράζεσαι. Αποχωρείς από το εργαστήριο το βράδυ με χαμόγελο. Και κυρίως, μαθαίνεις. Μανθάνειν μετά παιδιάς και ηδονής, που έλεγε και ο Πλάτωνας. Ή, σε πιο νεανικό λόγο, What’s the point if you can’t have fun?, όπως έγραψε ο David Graeber.

Η επιστημονική έρευνα είναι διασκεδαστική και έχει τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού.

֍ Αν δεν ασχολούσασταν με τη βιολογία, τι θα ήσασταν;

Γ.Μ.: Αν μιλάμε για τον ακαδημαϊκό χώρο, ήθελα να γίνω Φυσικός. Δεν έκατσε, δεν έφταναν τότε οι επιδόσεις. Η συγκυρία με έφερε στο Φυσιογνωστικό, ένα πανεπιστημιακό τμήμα που δεν υπάρχει σήμερα, και αν υπήρχε, ίσως να ονομαζόταν Τμήμα Φυσικής Ιστορίας. Εκεί με γοήτευσαν πολλά επιστημονικά πεδία και θα ήμουν ευχαριστημένος όποιο και αν με διάλεγε. Και λέω «διάλεγε» καθότι η τύχη παίζει μεγαλύτερο ρόλο από την επιθυμία. Ασχολήθηκα με τη Βιολογία των φυτών για ένα πολύ πεζό λόγο: την κατάλληλη στιγμή βρέθηκε υποτροφία. Αν τώρα φύγουμε από τις επιστήμες, δεν μπορώ να ξέρω τι θα ήμουν, αλλά ξέρω ότι δεν θα μπορούσα να έχω αφεντικό στο σβέρκο μου.

֍ Από όλες τις ιδιότητές σας (συγγραφέας, καθηγητής, ερευνητής) μπορείτε να διατηρήσετε μόνο μία. Ποια θα ήταν και γιατί;

Γ.Μ.: Με τη στενή έννοια και για τον παρόντα χρόνο, δεν θα μπορούσα να είμαι καθηγητής, αφού συνταξιοδοτήθηκα πριν 9 χρόνια. Αν όμως το ερώτημα τίθεται διαχρονικά, θα προτιμούσα τον τίτλο του συγγραφέα. Εξ άλλου, ο συγγραφέας πριν γράψει ερευνά. Και ο καθηγητής επίσης. 

֍ Τι ρόλο έχουν παίξει οι μέντορες στη ζωή σας;

Γ.Μ.: Δεν ξέρω αν είναι έτσι ή αν εγώ έχω κατασκευάσει την εικόνα της, ωστόσο η θεία μου η Νίκη, δασκάλα, η μόνη γραμματιζούμενη της οικογένειας, νομίζω ότι με έμαθε σιωπηλά και με τις πράξεις της, ήδη από παιδί, να επιλέγω όχι μόνο ποιος να με επηρεάσει, αλλά και από ποιες πτυχές του χαρακτήρα του να επηρεαστώ και ποιες να απορρίψω. Έκτοτε θαύμασα πολλούς ανθρώπους, αλλά ποτέ απόλυτα. Έχω λοιπόν μία επιφύλαξη για την έννοια του μέντορα. Ο τυφλός θαυμασμός, ακόμα και αν κάποιος τον αξίζει, μπορεί να καταλήξει σε μία σχέση εξουσιαστική. Ωστόσο, «Ούτε γαρ εξουσιάζειν ούτε εξουσιάζεσθαι εθέλω» (πειραγμένο από το Ηροδότου Ιστορίαι).

֍ Λέγεται ότι ο Κίρκεγκωρ «καταράστηκε» τον Χέγκελ να τον πλησιάσει κάποιος νέος φοιτητής, μετά από κάποια διάλεξή του, για να του ζητήσει μια συμβουλή. Είναι ευχή ή κατάρα οι συμβουλές στους νέους;

Οι συμβουλές είναι καλές, αρκεί να μην τις παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά, ιδιαίτερα αυτός που τις ζητά. Πάντα δυσκολευόμουν να συμβουλέψω, συνήθως κοιτούσα τα παπούτσια μου. Η απλή διατύπωση γνώμης ερχόταν πιο εύκολη και υπεξέφευγα με το κόλπο «αν ήμουν εγώ στη θέση σου, πιθανόν να…», υπονοώντας ότι δεν είμαι και άρα η γνώμη/συμβουλή μπορεί και να σε χαντακώσει. Η ρητή και απόλυτη συμβουλή στη ρευστή και αβέβαιη εποχή που διανύουμε υπονομεύει το αίσθημα ευθύνης του δασκάλου. Ιδιαίτερα του παλιομοδίτη. Υποθέτω βέβαια ότι ο Κίρκεγκωρ ίσως και να είχε άλλα τότε στο μυαλό του.

Οι συμβουλές είναι καλές, αρκεί να μην τις παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά, ιδιαίτερα αυτός που τις ζητά. Η ρητή και απόλυτη συμβουλή στη ρευστή και αβέβαιη εποχή που διανύουμε υπονομεύει το αίσθημα ευθύνης του δασκάλου.

֍ Πώς οραματίζεστε το πεδίο έρευνάς σας στο μέλλον;

Γ.Μ.: Προσωπικά, η ερώτηση είναι θεωρητική, καθώς βρίσκομαι στην όγδοη δεκαετία της ζωής μου. Θα απαντήσω όμως σαν να ήμουν στην τρίτη. Εύχομαι από καρδιάς στους νέους συνάδελφους να πάψει πια η επαγγελματική τους αβεβαιότητα με το αδυσώπητο κυνήγι του επόμενου ερευνητικού προγράμματος, πολύ πριν τελειώσει το τρέχον. Και να αποκτήσει και πάλι η έρευνα τον παιγνιώδη χαρακτήρα της, να γίνεται από απλή επιστημονική περιέργεια, να επιλέγουν οι ίδιοι οι επιστήμονες το πεδίο της έρευνάς τους και όχι να επιλέγονται τα πεδία από τις αγορές και τους χρηματοδότες. Να μειωθεί η απεχθής γραφειοκρατία που εκτός από χρήματα απομυζά και την ερευνητική διάθεση. Τελικά, σε συνδυασμό με την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, να πάρουν πίσω τα παιχνίδια τους. Φυσικά, σε ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο.

֍ Τι χρώμα έχει το «εδώ και τώρα» της πραγματικότητάς μας;

Γ.Μ.: Βλέπω τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα να έχει τις διάφορες αποχρώσεις του γκρίζου, συμπεριλαμβανομένης της μαυρίλας. Στο βάθος όμως υπάρχει μία πολύχρωμη και φωτεινή χαραμάδα.

֍ Ποιο είναι το διαχρονικά αγαπημένο σας ανάγνωσμα και ποιο το τελευταίο βιβλίο που σας άγγιξε;

Γ.Μ.: Αν απαντήσω στο πρώτο ερώτημα με ένα μόνο τίτλο ή έναν συγγραφέα ίσως δώσω λάθος στίγμα. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αναφέρω πέντε αγαπημένους συγγραφείς για το σύνολο του έργου τους, καθώς και πέντε τίτλους αγαπημένων βιβλίων: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Franz Kafka, Joseph Roth, Oliver Sacks, Jose Saramago. Και, Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή, Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, Η έρημος των Ταρτάρων του Dino Buzzati, Οι αόρατες πόλεις του Italo Calvino και Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν του Primo Levi. Παρατηρώ όμως τώρα ότι όλοι οι συγγραφείς είναι άντρες και όλοι πεθαμένοι. Για να επανορθώσω, συμπληρώνω λοιπόν με την Ιωάννα Καρυστιάνη, τον Γιάννη Μακριδάκη και τον Μιχάλη Μακρόπουλο.

Όσο για το τελευταίο βιβλίο που με άγγιξε, αυτό ήταν Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης του Jurgen Habermas. Μία κοφτερή κριτική στην τεχνολογία, ιδιαίτερα στην Βιοτεχνολογία, από τη σκοπιά ενός ηθικού φιλόσοφου.

֍ Ποια τρία βιβλία θα προτείνατε στο άγριο παιδί του Αβεϊρόν και ποια στον Υπεράνθρωπο του Νίτσε;

Γ.Μ.: Λέγεται πως το άγριο παιδί του Αβεϊρόν δεν έμαθε να μιλά και να διαβάζει. Αν μάθαινε έστω και λίγο, θα ξεκινούσα με τον Μικρό Πρίγκιπα του Saint-Exupery και τον Εγωιστή Γίγαντα του Oscar Wilde. Αν τα πήγαινε καλά θα συνέχιζα με τον Παπαλάνγκι του Erich Scheurmann. Οπωσδήποτε, θα ζητούσα τη γνώμη του Oliver Sacks.

Με τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε έχω πρόβλημα. Ο Νίτσε μου φάνηκε σκοτεινός, δύσκολος και αμφίσημος φιλόσοφος, και δεν αισθάνομαι επαρκής να τον ερμηνεύσω. Βλέπω με συμπάθεια την κριτική του για τις κοινωνικές συμβάσεις και το καταπιεστικό Κράτος που στερούν από το άτομο την αυτονομία και τη δυνατότητα ολοκλήρωσης των δυνατοτήτων του. Αλλά και με δυσφορία την άποψή του για την εσωτερική παρόρμηση προς απόκτηση απόλυτης ισχύος, που ίσως από παρεξήγηση, έδωσε άλλοθι σε αυταρχικά καθεστώτα και ανέδειξε αυταρχικούς ατομικούς φαινοτύπους. Αν πρέπει οπωσδήποτε να προτείνω βιβλία σε όσους εμφορούνται από τη δεύτερη εκδοχή του Υπεράνθρωπου, θα συνιστούσα Erich Fromm, Jurgen Habermas και Primo Levi.

֍ Αν το συγγραφικό σας έργο ήταν ταινία, ποια θα ήταν η πλοκή της;

Γ.Μ.: Ένα film noir με την ευρεία έννοια, με γέλιο, μυστήριο και ανατροπές, και με ένα όχι ακριβώς αισιόδοξο, αλλά τουλάχιστον ενθαρρυντικό τέλος. 

Ο Γιάννης Μανέτας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών και συγγραφέας βιβλίων εκλαϊκευμένης επιστήμης. Από τις εκδόσεις μας, κυκλοφορούν τα βιβλία του Περί φυτών αφηγήματα, Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών, Η ζωή σήμερα, άλλοτε, αλλού και στο μέλλον και Η συμβιωτική περιπέτεια.